Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ορθρίδιος — ὀρθρίδιος, ίη, ον (Α) όρθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρθρος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. αιφν ίδιος, παυρ ίδιος)] … Dictionary of Greek
ὀρθριδίην — ὀρθρίδιος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)